φραστικός

φραστικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που είναι της φράσης: Φραστικά σφάλματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φραστικός — indicative masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φραστικός — ή, ό / φραστικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φράση (α. «φραστικοί τρόποι» β. «φραστικά σφάλματα» γ. «φραστικό πυροτέχνημα») αρχ. 1. ο κατάλληλος να δηλώσει, να εκφράσει κάτι 2. εκφραστικός, εύγλωττος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ …   Dictionary of Greek

  • φραστικά — φραστικός indicative neut nom/voc/acc pl φραστικά̱ , φραστικός indicative fem nom/voc/acc dual φραστικά̱ , φραστικός indicative fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φραστικῶν — φραστικός indicative fem gen pl φραστικός indicative masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φραστικόν — φραστικός indicative masc acc sg φραστικός indicative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φραστικοῖς — φραστικός indicative masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φραστικοί — φραστικός indicative masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φραστικοῦ — φραστικός indicative masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φραστικῆς — φραστικός indicative fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φραστικῇ — φραστικός indicative fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”